- ἀσπιδαποβλής
- ἀσπῐδαποβλής, ῆτος, ὁ,A one that throws away his shield, runaway, Ar.V.592.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁσπιδαποβλής — ἀσπιδαποβλής , ἀσπιδαποβλής one that throws away his shield nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπιδαποβλής — ἀσπιδαποβλής, ο (Α) ο ρίψασπις, αυτός που σε ώρα μάχης εγκαταλείπει τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος) + αποβάλλω] … Dictionary of Greek
ἀσπιδαποβλής — one that throws away his shield nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek